ζυγουρήσιος

ζυγουρήσιος
-ια, -ιο [ζυγούρι]
αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε περσινό αρνί, σε ζυγούρι («ζυγουρήσιο κρέας»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”